- γηροκομία
- γηροκομ-ία,A = γηροβοσκία, J.AJ5.9.4 ([etym.] γηρωκ-), Plu. Cat.Ma.5 (pl., γηρωκ-), 2.583c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γηροκομία — γηροκομίᾱ , γηροκομία fem nom/voc/acc dual γηροκομίᾱ , γηροκομία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροκομίᾳ — γηροκομίᾱͅ , γηροκομία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροκομία — η (AM γηροκομία) [γηροκόμος] η περίθαλψη τών γερόντων … Dictionary of Greek
γηροκομίας — γηροκομίᾱς , γηροκομία fem acc pl γηροκομίᾱς , γηροκομία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροκομίαι — γηροκομίᾱͅ , γηροκομία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροκομίαν — γηροκομίᾱν , γηροκομία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροκομικός — γηροκομικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γηροκομία … Dictionary of Greek
γηροκόμηση — η η γηροκομία … Dictionary of Greek